- λιμένιον
- λιμένιονneut nom/voc/acc sgλιμένιοςof the harbourmasc acc sgλιμένιοςof the harbourneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιμενίου — λιμένιον neut gen sg λιμένιος of the harbour masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμενίῳ — λιμένιον neut dat sg λιμένιος of the harbour masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek
λιμένιο — το (Α λιμένιον) [λιμήν] 1. μικρό λιμάνι, λιμανάκι 2. (κατ επέκτ.) κάθε λιμάνι … Dictionary of Greek